Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gorghéggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gorˈgedʤo]

1 τερέτισμα
2 κελάηδισμα
3 κελάδημα
4 τιτίβισμα
5 τρίλια
6 τρυσμός
7 τρεμουλιαστό κελάηδημα
8 κελαηδισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gorgheggiatore gorgia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gorbia (θηλ.ουσ)
gordiano (επίθ.)
gorgheggiamento (ουσ αρσ )
gorgheggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gorgheggiatore (ουσ αρσ )
gorgheggio (ουσ αρσ )
gorgia (θηλ.ουσ)
gorgiera (θηλ.ουσ)
gorgo (ουσ αρσ )
gorgogliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gorgogliatore (ουσ αρσ )
gorgoglio (ουσ αρσ )
gorgoglione (ουσ αρσ )
gorgone (θηλ.ουσ)
gorgonia (θηλ.ουσ)
gorgonzola (ουσ αρσ )
gorgozzule (ουσ αρσ )
gorilla (ουσ αρσ )
gota (θηλ.ουσ)
gotico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---