Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgorgònia
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [gorˈgɔnja] 1 ανθόζωο γένους Gorgonia 2 ανθόζωο gorgonian flabellum permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |