Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgɔtto]

1 κανάτα ασημένια ή τσίγκινη
2 κύπελλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gottazza gottoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gota (θηλ.ουσ)
gotico (επίθ.)
goto (αρσ. επίθ και ουσ)
gotta (θηλ.ουσ)
gottazza (θηλ.ουσ)
gotto (ουσ αρσ )
gottoso (ουσ αρσ )
gottoso (επίθ.)
gourmet (ουσ αρσ )
governabile (επίθ.)
governabilità (θηλ.ουσ)
governale (ουσ αρσ )
governante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
governare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
governarsi (ρ.μ. (αντων.))
governativo (αρσ. επίθ και ουσ)
governatorato (ουσ αρσ )
governatore (ουσ αρσ )
governatoriale (επίθ.)
governatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---