Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


governatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [governaˈtore]

1 άρχων
2 παιδαγωγός
3 άρχοντας
4 κυβερνήτης
5 φροντιστής
6 δάσκαλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  governatorato governatoriale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

governante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
governare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
governarsi (ρ.μ. (αντων.))
governativo (αρσ. επίθ και ουσ)
governatorato (ουσ αρσ )
governatore (ουσ αρσ )
governatoriale (επίθ.)
governatura (θηλ.ουσ)
governo (ουσ αρσ )
gozzo (ουσ αρσ )
gozzoviglia (θηλ.ουσ)
gozzovigliare (ρ.αμτβ.)
gozzuto (αρσ. επίθ και ουσ)
gracchiamento (ουσ αρσ )
gracchiare (ρ.αμτβ.)
gracchio (ουσ αρσ )
Gracco (κύρ.όν. αρσ.)
gracidare (ρ.αμτβ.)
gracidio (ουσ αρσ )
gracile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---