Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgracchiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [grakkiaˈmento] 1 σκούξιμο 2 κράξιμο 3 κρωγμός 4 κρώξιμο 5 ρέκασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |