ItalianoGreco


gradàsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [graˈdasso]

1 παλάβρας
2 αλαζονικός καυχησιάρης
3 καυχηματίας αλαζονικός
4 κομπαστής
5 κομπορρήμων
6 παινεσιάρης
7 μεγάλαυχος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---