Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgràdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgrado] fisica ο βαθμός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαaccettare di buon grado = βάζω νερό στο κρασί μου || essere in grado (di) = είμαι σε θέση (να) || grado [αρσ.] centigrado = ο βαθμός Κελσίου || non è in grado di = δεν είναι σε θέση να... Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |