Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgradinàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [gradiˈnata] 1 η σκάλα 2 (di stadio) η κερκίδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |