Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgradevolézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [gradevoˈlettsa] 1 τερπνότητα 2 καλοκάρδισμα 3 ευχαρίστηση 4 ευαρέσκεια 5 ευαρέστηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |