Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgradiènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [graˈdjɛnte] 1 βαθμωτή μεταβολή 2 βαθμωτό άνυσμα 3 κλίση 4 κεκλιμένο τμήμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |