ItalianoGreco


gradévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [graˈdevole]

1 ευχάριστος
2 αρεστός
3 τερπνός
4 διασκεδαστικός
5 πρόσχαρος
6 γουστόζικος
7 ευάρεστος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---