Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgràcola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgrakola] 1 πτηνό γένους icteridae 2 μάινα (πουλί) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |