Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gracilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [graʧiliˈta]

1 αδυναμία
2 ευαισθησία
3 λεπτότητα
4 αχαμνάδα
5 αχάμνια
6 καχεκτικότητα
7 ασθενικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gracile gracola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gracchio (ουσ αρσ )
Gracco (κύρ.όν. αρσ.)
gracidare (ρ.αμτβ.)
gracidio (ουσ αρσ )
gracile (επίθ.)
gracilità (θηλ.ουσ)
gracola (θηλ.ουσ)
gradassata (θηλ.ουσ)
gradasso (ουσ αρσ )
gradatamente (επίρ.)
gradazione (θηλ.ουσ)
gradevole (επίθ.)
gradevolezza (θηλ.ουσ)
gradiente (ουσ αρσ )
gradimento (ουσ αρσ )
gradina (θηλ.ουσ)
gradinare (ρ. μτβ.)
gradinata (θηλ.ουσ)
gradinatura (θηλ.ουσ)
gradino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---