Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgradinatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [gradinaˈtura] 1 λάξευση 2 σμίλευση 3 σκάλισμα (με σμίλη) 4 λάξευμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |