Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


graduàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [graduˈato]

υπαξιωματικός

graduàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [graduˈato]

1 φέρων διαβαθμίσεις
2 διαβαθμισμένος
3 βαθμονομημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  graduare graduatoria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gradualismo (ουσ αρσ )
gradualistico (επίθ.)
gradualità (θηλ.ουσ)
gradualmente (επίρ.)
graduare (ρ. μτβ.)
graduato (ουσ αρσ )
graduato (επίθ.)
graduatoria (θηλ.ουσ)
graduazione (θηλ.ουσ)
grafema (ουσ αρσ )
grafematica (θηλ.ουσ)
graffa (θηλ.ουσ)
graffare (ρ. μτβ.)
graffatrice (θηλ.ουσ)
graffatura (θηλ.ουσ)
graffetta (θηλ.ουσ)
graffiante (επίθ.)
graffiare (ρ. μτβ.)
graffiata (θηλ.ουσ)
graffiatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---