Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgraduàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [graduˈato] υπαξιωματικός graduàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [graduˈato] 1 φέρων διαβαθμίσεις 2 διαβαθμισμένος 3 βαθμονομημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |