ItalianoGreco


graduatòria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [graduaˈtɔrja]

1 πίνακας επιτυχόντων (με βαθμούς και σειρά κατάταξης)
2 βαθμολογία
3 κατάλογος
4 βαθμολογικός πίνακας
5 επετηρίδα
6 κατάταξη
7 ταξινόμηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---