Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grafèma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [graˈfɛma]

1 ψηφίο συστήματος γραφής
2 τάξη αλλογραφημάτων σε δεδομένο σύστημα που αναπαριστούν δοθέν φώνημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  graduazione grafematica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

graduare (ρ. μτβ.)
graduato (ουσ αρσ )
graduato (επίθ.)
graduatoria (θηλ.ουσ)
graduazione (θηλ.ουσ)
grafema (ουσ αρσ )
grafematica (θηλ.ουσ)
graffa (θηλ.ουσ)
graffare (ρ. μτβ.)
graffatrice (θηλ.ουσ)
graffatura (θηλ.ουσ)
graffetta (θηλ.ουσ)
graffiante (επίθ.)
graffiare (ρ. μτβ.)
graffiata (θηλ.ουσ)
graffiatura (θηλ.ουσ)
graffio (ουσ αρσ )
graffire (ρ. μτβ.)
graffito (ουσ αρσ )
grafia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---