Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


graffiàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [grafˈfjata]

1 γρατσουνιά
2 τσουγκρανιά
3 αμυχή
4 τσουγκράνισμα
5 γδάρσιμο
6 τσαγκρουνιά
7 τσαγκρούνισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  graffiare graffiatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

graffatrice (θηλ.ουσ)
graffatura (θηλ.ουσ)
graffetta (θηλ.ουσ)
graffiante (επίθ.)
graffiare (ρ. μτβ.)
graffiata (θηλ.ουσ)
graffiatura (θηλ.ουσ)
graffio (ουσ αρσ )
graffire (ρ. μτβ.)
graffito (ουσ αρσ )
grafia (θηλ.ουσ)
grafica (θηλ.ουσ)
grafico (ουσ αρσ )
grafico (επίθ.)
grafitare (ρ. μτβ.)
grafitazione (θηλ.ουσ)
grafite (θηλ.ουσ)
grafologia (θηλ.ουσ)
grafologico (επίθ.)
grafologo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---