ItalianoGreco


graffiàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [grafˈfjata]

1 γρατσουνιά
2 τσουγκρανιά
3 αμυχή
4 τσουγκράνισμα
5 γδάρσιμο
6 τσαγκρουνιά
7 τσαγκρούνισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---