Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


graffìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [grafˈfito]

επιγραφή ή σκίτσο σε τοίχο (γκράφιτι)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  graffire grafia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

graffiare (ρ. μτβ.)
graffiata (θηλ.ουσ)
graffiatura (θηλ.ουσ)
graffio (ουσ αρσ )
graffire (ρ. μτβ.)
graffito (ουσ αρσ )
grafia (θηλ.ουσ)
grafica (θηλ.ουσ)
grafico (ουσ αρσ )
grafico (επίθ.)
grafitare (ρ. μτβ.)
grafitazione (θηλ.ουσ)
grafite (θηλ.ουσ)
grafologia (θηλ.ουσ)
grafologico (επίθ.)
grafologo (ουσ αρσ )
grafomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
grafomania (θηλ.ουσ)
grafospasmo (ουσ αρσ )
gragnola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---