Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grafomanìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [grafomaˈnia]

1 παθολογική επιθυμία για συγγραφή
2 λόξα για το γράψιμο
3 γραφομανία
4 ακατάσχετη μανία για γράψιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grafomane grafospasmo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grafite (θηλ.ουσ)
grafologia (θηλ.ουσ)
grafologico (επίθ.)
grafologo (ουσ αρσ )
grafomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
grafomania (θηλ.ουσ)
grafospasmo (ουσ αρσ )
gragnola (θηλ.ουσ)
gragnuola (θηλ.ουσ)
gramaglia (θηλ.ουσ)
gramigna (θηλ.ουσ)
graminaceo (επίθ.)
grammatica (θηλ.ουσ)
grammaticale (επίθ.)
grammaticalmente (επίρ.)
grammatico (αρσ. επίθ και ουσ)
grammatura (θηλ.ουσ)
grammo (ουσ αρσ )
grammoatomo, grammo–atomo (ουσ αρσ )
grammofonico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---