Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grammàtico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [gramˈmatiko]

1 λογιότατος
2 δάσκαλος γραμματικής
3 σχολαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grammaticalmente grammatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gramigna (θηλ.ουσ)
graminaceo (επίθ.)
grammatica (θηλ.ουσ)
grammaticale (επίθ.)
grammaticalmente (επίρ.)
grammatico (αρσ. επίθ και ουσ)
grammatura (θηλ.ουσ)
grammo (ουσ αρσ )
grammoatomo, grammo–atomo (ουσ αρσ )
grammofonico (επίθ.)
grammofono (ουσ αρσ )
grammomolecola, grammo–molecola (θηλ.ουσ)
gram–negativo (επίθ.)
gramo (επίθ.)
gramola (θηλ.ουσ)
gramolare (ρ. μτβ.)
gramolatura (θηλ.ουσ)
gram–positivo (επίθ.)
Gran Bretagna (θηλ.ουσ)
gran (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---