Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgramolàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [gramoˈlare] 1 ζυμώνω 2 σπάζω (λινάρι ή κάνναβη) 3 κοπανώ (λινάρι ή κάνναβη) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |