Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


granàta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [graˈnata]

ρόδι (χρησιμοποίησε καλύτερα το granato)

granàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [graˈnata]

1 σκούπα
2 χειροβομβίδα

granàta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [graˈnata]

ρόδι (χρησιμοποίησε καλύτερα το granato)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  granario granatiere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grana (ουσ αρσ )
grana (θηλ.ουσ)
granaglia (θηλ.ουσ)
granaio (ουσ αρσ )
granario (επίθ.)
granata (ουσ αρσ )
granata (θηλ.ουσ)
granata (επίθ.)
granatiere (ουσ αρσ )
granatiglio (ουσ αρσ )
granatina (θηλ.ουσ)
grancancellierato (ουσ αρσ )
grancancelliere (ουσ αρσ )
grancassa (θηλ.ουσ)
grancevola (θηλ.ουσ)
granchio (ουσ αρσ )
granciporro (ουσ αρσ )
grancroce (θηλ.ουσ)
grandangolare (ουσ αρσ )
grandangolare (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---