Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grandangolàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [grandangoˈlare]

ευρυγώνιος φακός

grandangolàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [grandangoˈlare]

ευρυγώνιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grancroce grandangolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grancassa (θηλ.ουσ)
grancevola (θηλ.ουσ)
granchio (ουσ αρσ )
granciporro (ουσ αρσ )
grancroce (θηλ.ουσ)
grandangolare (ουσ αρσ )
grandangolare (επίθ.)
grandangolo (ουσ αρσ )
grande (ουσ αρσ )
grande (επίθ.)
grandeggiare (ρ.αμτβ.)
grandemente (επίρ.)
grandezza (θηλ.ουσ)
grandguignol (ουσ αρσ )
grandiflora (επίθ.)
grandigia (θηλ.ουσ)
grandiloquenza (θηλ.ουσ)
grandinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
grandinata (θηλ.ουσ)
grandine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---