Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


grancàssa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [granˈkassa]

1 γκρανκάσα
2 μπάσο τύμπανο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grancancelliere grancevola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

granatiere (ουσ αρσ )
granatiglio (ουσ αρσ )
granatina (θηλ.ουσ)
grancancellierato (ουσ αρσ )
grancancelliere (ουσ αρσ )
grancassa (θηλ.ουσ)
grancevola (θηλ.ουσ)
granchio (ουσ αρσ )
granciporro (ουσ αρσ )
grancroce (θηλ.ουσ)
grandangolare (ουσ αρσ )
grandangolare (επίθ.)
grandangolo (ουσ αρσ )
grande (ουσ αρσ )
grande (επίθ.)
grandeggiare (ρ.αμτβ.)
grandemente (επίρ.)
grandezza (θηλ.ουσ)
grandguignol (ουσ αρσ )
grandiflora (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---