Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgranatìna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [granaˈtina] 1 σιρόπι σταφίδας ή ρόδου 2 σιρόπι από ρόδια 3 κοκκινωπό πορτοκαλί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |