ItalianoGreco


granàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [graˈnajo]

1 σιτοβολώνας
2 χορταποθήκη
3 σιταρότοπος
4 υπερώο
5 σοφίτα
6 σιταποθήκη
7 περιοχή πλούσια σε σιτηρά
8 αχερώνας
9 αχυρώνας
10 αχερώνα
11 αχούρι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---