granàio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [graˈnajo]
1 σιτοβολώνας
2 χορταποθήκη
3 σιταρότοπος
4 υπερώο
5 σοφίτα
6 σιταποθήκη
7 περιοχή πλούσια σε σιτηρά
8 αχερώνας
9 αχυρώνας
10 αχερώνα
11 αχούρι
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [graˈnajo]
1 σιτοβολώνας
2 χορταποθήκη
3 σιταρότοπος
4 υπερώο
5 σοφίτα
6 σιταποθήκη
7 περιοχή πλούσια σε σιτηρά
8 αχερώνας
9 αχυρώνας
10 αχερώνα
11 αχούρι
permalink
granaio (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android