Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


granàglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [graˈnaʎʎa]

(plurale: ((granaglie))) σιτηρά, δημητριακά, γεννήματα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  grana granaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gram–positivo (επίθ.)
Gran Bretagna (θηλ.ουσ)
gran (επίθ.)
grana (ουσ αρσ )
grana (θηλ.ουσ)
granaglia (θηλ.ουσ)
granaio (ουσ αρσ )
granario (επίθ.)
granata (ουσ αρσ )
granata (θηλ.ουσ)
granata (επίθ.)
granatiere (ουσ αρσ )
granatiglio (ουσ αρσ )
granatina (θηλ.ουσ)
grancancellierato (ουσ αρσ )
grancancelliere (ουσ αρσ )
grancassa (θηλ.ουσ)
grancevola (θηλ.ουσ)
granchio (ουσ αρσ )
granciporro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---