Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gramolatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [gramolaˈtura]

1 ζύμωμα
2 σπάσιμο ινών λιναριού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gramolare gram–positivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grammomolecola, grammo–molecola (θηλ.ουσ)
gram–negativo (επίθ.)
gramo (επίθ.)
gramola (θηλ.ουσ)
gramolare (ρ. μτβ.)
gramolatura (θηλ.ουσ)
gram–positivo (επίθ.)
Gran Bretagna (θηλ.ουσ)
gran (επίθ.)
grana (ουσ αρσ )
grana (θηλ.ουσ)
granaglia (θηλ.ουσ)
granaio (ουσ αρσ )
granario (επίθ.)
granata (ουσ αρσ )
granata (θηλ.ουσ)
granata (επίθ.)
granatiere (ουσ αρσ )
granatiglio (ουσ αρσ )
granatina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---