Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gramàglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [graˈmaʎʎa]

1 σάβανο
2 μαύρα (χηρείας)
3 πένθος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gragnuola gramigna  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

grafomane (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
grafomania (θηλ.ουσ)
grafospasmo (ουσ αρσ )
gragnola (θηλ.ουσ)
gragnuola (θηλ.ουσ)
gramaglia (θηλ.ουσ)
gramigna (θηλ.ουσ)
graminaceo (επίθ.)
grammatica (θηλ.ουσ)
grammaticale (επίθ.)
grammaticalmente (επίρ.)
grammatico (αρσ. επίθ και ουσ)
grammatura (θηλ.ουσ)
grammo (ουσ αρσ )
grammoatomo, grammo–atomo (ουσ αρσ )
grammofonico (επίθ.)
grammofono (ουσ αρσ )
grammomolecola, grammo–molecola (θηλ.ουσ)
gram–negativo (επίθ.)
gramo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---