Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgovernatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [governaˈtura] 1 λίπανση με λιπάσματα ή κοπριά 2 φροντίδα 3 περιποίηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |