Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgónfio
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈgonfjo] 1 φουσκωμένος (-η, -ο) 2 medicina πρησμένος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |