Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgonfiàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [gonˈfjato] 1 επαρμένος 2 πρησμένος 3 φουσκωμένος 4 φουσκωτός 5 στομφώδης 6 φαντασμένος 7 πομπώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |