Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gonfiàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [gonˈfjato]

1 επαρμένος
2 πρησμένος
3 φουσκωμένος
4 φουσκωτός
5 στομφώδης
6 φαντασμένος
7 πομπώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gonfiarsi gonfiatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gonfiagione (θηλ.ουσ)
gonfiamento (ουσ αρσ )
gonfiare (ρ.αμτβ.)
gonfiare (ρ. μτβ.)
gonfiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
gonfiato (αρσ. επίθ και ουσ)
gonfiatoio (ουσ αρσ )
gonfiatura (θηλ.ουσ)
gonfiezza (θηλ.ουσ)
gonfio (επίθ.)
gonfiore (ουσ αρσ )
gong (ουσ αρσ )
gongolante (επίθ.)
gongolare (ρ.αμτβ.)
gongorismo (ουσ αρσ )
goniometria (θηλ.ουσ)
goniometrico (επίθ.)
goniometro (ουσ αρσ )
gonna (θηλ.ουσ)
gonnella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---