Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgonfiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [gonˈfjare] πρήζομαι gonfiàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [gonˈfjare] φουσκώνω gonfiàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [gonˈfjarsi] πρήζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |