Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgommorèsina, gommorésina
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,gommoˈrɛzina], [,gommoˈrezina] μίγμα κόλλας και ρετσινιού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |