Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgólpe, gòlpe
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgolpe], [ˈgɔlpe] στρατιωτικό πραξικόπημα gólpe ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgolpe] ερυσίβη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |