Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gòlf  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgɔlf]

1 (sport) το γκολφ
2 (pullover) το μάλλινο, το βαρύ πουλόβερ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  goletta golfare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gol (ουσ αρσ )
gola (θηλ.ουσ)
goleador (ουσ αρσ )
golena (θηλ.ουσ)
goletta (θηλ.ουσ)
golf (ουσ αρσ )
golfare (ουσ αρσ )
golfetto (ουσ αρσ )
golfista (ουσ αρσ και θηλ.)
golfistico (επίθ.)
golfo (ουσ αρσ )
golgota (ουσ αρσ )
golia (ουσ αρσ )
goliardia (θηλ.ουσ)
goliardico (επίθ.)
goliardo (ουσ αρσ )
gollismo (ουσ αρσ )
gollista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
golosità (θηλ.ουσ)
goloso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---