Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


godet  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [goˈde]

1 τσαλάκωμα
2 ζάρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  godersela godibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gocciolo (ουσ αρσ )
godere (ρ.αμτβ.)
godersi (ρ.μ. (αντων.))
godereccio (επίθ.)
godersela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
godet (ουσ αρσ )
godibile (επίθ.)
godimento (ουσ αρσ )
godronare (ρ. μτβ.)
godronatura (θηλ.ουσ)
godrone (ουσ αρσ )
goffaggine (θηλ.ουσ)
goffo (επίθ.)
goffrare (ρ. μτβ.)
goffratrice (θηλ.ουσ)
goffratura (θηλ.ουσ)
gogna (θηλ.ουσ)
gol (ουσ αρσ )
gola (θηλ.ουσ)
goleador (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---