Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgócciolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgotʧolo] 1 σταγονίτσα 2 στάλαγμα 3 σταγόνα 4 στάλα 5 σταλαγματιά 6 σταγονίδιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |