Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gócciolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgotʧolo]

1 σταγονίτσα
2 στάλαγμα
3 σταγόνα
4 στάλα
5 σταλαγματιά
6 σταγονίδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gocciolio godere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gocciola (θηλ.ουσ)
gocciolamento (ουσ αρσ )
gocciolare (ρ.αμτβ.)
gocciolatoio (ουσ αρσ )
gocciolio (ουσ αρσ )
gocciolo (ουσ αρσ )
godere (ρ.αμτβ.)
godersi (ρ.μ. (αντων.))
godereccio (επίθ.)
godersela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
godet (ουσ αρσ )
godibile (επίθ.)
godimento (ουσ αρσ )
godronare (ρ. μτβ.)
godronatura (θηλ.ουσ)
godrone (ουσ αρσ )
goffaggine (θηλ.ουσ)
goffo (επίθ.)
goffrare (ρ. μτβ.)
goffratrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---