Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgodiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [godiˈmento] 1 απόλαυση 2 τέρψη 3 διασκέδαση 4 ηδονή 5 κυριότητα (νομικά) 6 αναψυχή 7 χαρά 8 ευχαρίστηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |