Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


godìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [goˈdibile]

1 θελξικάρδιος
2 ευφραντικός
3 ηδονικός
4 χαρμόσυνος
5 τερπνός
6 διασκεδαστικός
7 ευχάριστος
8 απολαυστικός
9 ευφρόσυνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  godet godimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

godere (ρ.αμτβ.)
godersi (ρ.μ. (αντων.))
godereccio (επίθ.)
godersela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
godet (ουσ αρσ )
godibile (επίθ.)
godimento (ουσ αρσ )
godronare (ρ. μτβ.)
godronatura (θηλ.ουσ)
godrone (ουσ αρσ )
goffaggine (θηλ.ουσ)
goffo (επίθ.)
goffrare (ρ. μτβ.)
goffratrice (θηλ.ουσ)
goffratura (θηλ.ουσ)
gogna (θηλ.ουσ)
gol (ουσ αρσ )
gola (θηλ.ουσ)
goleador (ουσ αρσ )
golena (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---