Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgocciolaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gotʧolaˈmento] 1 σταλαγματιά 2 στάξιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |