Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


glutammàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [glutamˈmato]

1 εστέρας ή άλας γλουταμινικού οξέως
2 γλουταμινικό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  glumetta glutammico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

glucoside (ουσ αρσ )
glucosio (ουσ αρσ )
gluma (θηλ.ουσ)
glumella (θηλ.ουσ)
glumetta (θηλ.ουσ)
glutammato (ουσ αρσ )
glutammico (επίθ.)
glutammina (θηλ.ουσ)
gluteo (ουσ αρσ )
gluteo (επίθ.)
glutinato (επίθ.)
glutine (ουσ αρσ )
glutinosità (θηλ.ουσ)
glutinoso (επίθ.)
gnaulare (ρ.αμτβ.)
gneis (ουσ αρσ )
gneiss (ουσ αρσ )
gnocco (ουσ αρσ )
gnome (θηλ.ουσ)
gnomico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---