Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


glòssa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈglɔssa]

1 σχόλιο
2 σημείωμα επεξηγηματικό
3 σημείωση του περιθωρίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  glorioso glossare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gloriarsi (ρ. μ. αμτβ.)
glorificare (ρ. μτβ.)
glorificarsi (ρ.μ. (αντων.))
glorificazione (θηλ.ουσ)
glorioso (επίθ.)
glossa (θηλ.ουσ)
glossare (ρ. μτβ.)
glossario (ουσ αρσ )
glossatore (ουσ αρσ )
glossema (ουσ αρσ )
glossina (θηλ.ουσ)
glossite (θηλ.ουσ)
glossografia (θηλ.ουσ)
glossografico (επίθ.)
glossografo (ουσ αρσ )
glottide (θηλ.ουσ)
glottologia (θηλ.ουσ)
glottologico (επίθ.)
glottologo (ουσ αρσ )
glucinio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---