Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόglòbulo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈglɔbulo] 1 αιμοκύτταρο 2 αιματοκύτταρο 3 αιμοσφαίριο 4 μόριο 5 σφαίριο 6 σφαιρίδιο 7 σωματίδιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |