Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


globóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [gloˈboso], [gloˈbozo]

1 σφαιροειδής
2 αποτελούμενος από σφαιρίδια
3 σφαιρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  globosità globulare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

globalismo (ουσ αρσ )
globalità (θηλ.ουσ)
globalmente (επίρ.)
globo (ουσ αρσ )
globosità (θηλ.ουσ)
globoso (επίθ.)
globulare (επίθ.)
globularia (θηλ.ουσ)
globulina (θηλ.ουσ)
globulo (ουσ αρσ )
globuloso (επίθ.)
glomerulo (ουσ αρσ )
glomo (ουσ αρσ )
gloria (θηλ.ουσ)
gloriare (ρ. μτβ.)
gloriarsi (ρ. μ. αμτβ.)
glorificare (ρ. μτβ.)
glorificarsi (ρ.μ. (αντων.))
glorificazione (θηλ.ουσ)
glorioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---