Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


glòbo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈglɔbo]

1 βολβός ματιού
2 σφαίρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  globalmente globosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

glittoteca (θηλ.ουσ)
globale (επίθ.)
globalismo (ουσ αρσ )
globalità (θηλ.ουσ)
globalmente (επίρ.)
globo (ουσ αρσ )
globosità (θηλ.ουσ)
globoso (επίθ.)
globulare (επίθ.)
globularia (θηλ.ουσ)
globulina (θηλ.ουσ)
globulo (ουσ αρσ )
globuloso (επίθ.)
glomerulo (ουσ αρσ )
glomo (ουσ αρσ )
gloria (θηλ.ουσ)
gloriare (ρ. μτβ.)
gloriarsi (ρ. μ. αμτβ.)
glorificare (ρ. μτβ.)
glorificarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---