ItalianoGreco


globalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [globaliˈta]

1 ολόπλευρη αντιμετώπιση ή κατάσταση
2 σφαιρικότητα
3 παγκοσμιοποίηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---