Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


glìttico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈglittiko]

1 γλυπτικός
2 ο της εγχάραξης κοσμημάτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  glittica glittografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

glifo (ουσ αρσ )
glioma (ουσ αρσ )
gliptodonte (ουσ αρσ )
glissare (ρ.αμτβ.)
glittica (θηλ.ουσ)
glittico (αρσ. επίθ και ουσ)
glittografia (θηλ.ουσ)
glittoteca (θηλ.ουσ)
globale (επίθ.)
globalismo (ουσ αρσ )
globalità (θηλ.ουσ)
globalmente (επίρ.)
globo (ουσ αρσ )
globosità (θηλ.ουσ)
globoso (επίθ.)
globulare (επίθ.)
globularia (θηλ.ουσ)
globulina (θηλ.ουσ)
globulo (ουσ αρσ )
globuloso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---