ItalianoGreco


gliptodónte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gliptoˈdonte]

θηλαστικό της νότιας Αμερικής που έχει εκλείψει (μεγαλύτερο από τον αρμαδίλο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---